- σκοτεινάδα
- η мрак, темнота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκοτεινάδα — σκοτεινάδα, η και σκοτεινάγρα, η σκοτεινότητα: Η εικόνα της τηλεόρασης παρουσιάζει κάποια σκοτεινάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτεινάδα — η, Ν 1. σκοτείνιασμα, σκοτεινότητα 2. σκιερότητα («σαν όντε μαύρο νέφαλο... έχη τον ήλιο μ όχθριτα... και με τη σκοτεινάδαν του τη λάμψιν του μποδίζη», Ερωτόκρ.) 3. σκοτεινός, ζοφερός τόπος («το ταίρι μου κιντύνεψε σ κείνη τη σκοτεινάδα», Ερωτόκρ … Dictionary of Greek
θολερότητα — η (Α θολερότης) [θολερός] η ιδιότητα τού θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια νεοελλ. φρ. α) «θολερότητα τού κερατοειδούς» απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού β) «θολερότητα τού… … Dictionary of Greek
σκοτεινότητα — η / σκοτεινότης, ητος, ΝΑ [σκοτεινός] 1. η ιδιότητα τού σκοτεινού, σκοτεινιά, σκοτεινάδα 2. μτφ. έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια (α. «σκοτεινότητα ύφους» β. «ὁ μὲν ἀποδιδράσκων εἰς τὴν τοῡ μὴ ὄντος σκοτεινότητα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek